Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισημερία
1 εγγραφή
ισημερία η [isimería] Ο25 : (αστρον.) το φαινόμενο κατά το οποίο η διάρκεια της αστρικής ημέρας είναι ίση με τη διάρκεια της νύχτας: Tο φαινόμενο της ισημερίας παρατηρείται συγχρόνως σε όλη τη Γη, δύο φορές το χρόνο. Εαρινή ~, στις 21 Mαρτίου. Φθινοπωρινή ~, στις 22 Σεπτεμβρίου.

[λόγ. < αρχ. ἰσημερία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες