Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ιμάμης
1 item total
ιμάμης ο [imámis] Ο11 : α. στη μουσουλμανική θρησκεία, ο ιερέας που, από το μιναρέ, καλεί τους πιστούς σε προσευχή· (πρβ. χότζας, μουεζίνης): Ψηλά από το μιναρέ, η φωνή του ιμάμη καλούσε τους πιστούς σε προσευχή. β. τίτλος μουσουλμάνων ηγεμόνων ή αρχηγών θρησκευτικής κοινότητας· (πρβ. χαλίφης).

[τουρκ. imam -ης (από τα αραβ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go