Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ιθαγένεια
1 item total
ιθαγένεια η [iθajénia] Ο27 : (νομ.) ο νομικός και πολιτικός δεσμός που συνδέει το άτομο ως πολίτη με το κράτος στο οποίο ανήκει· (πρβ. εθνικότητα, υπηκοότητα): Δίκαιο ιθαγένειας. Aπώλεια ιθαγένειας. Έχω ελληνική / ξένη ~. Επιτρέπεται να αφαιρεθεί η ~ από εκείνον που ανέλαβε σε ξένη χώρα υπηρεσία αντίθετη με τα εθνικά συμφέροντα.

[λόγ. ιθαγεν(ής) (επίθ.) -εια μτφρδ. γαλλ. indigénat]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go