Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιδιώτης 1 ο [iδiótis] Ο10 : αυτός που δεν ασκεί δημόσιο λειτούργημα, που δεν είναι δημόσιος υπάλληλος ή στρατιωτικός ή που δεν παρουσιάζεται με την ιδιότητά του αυτή: Kράτος και ιδιώτες πρέπει να βοηθήσουν την αναδάσωση. Tο Yπουργείο Aνάπτυξης ανέθεσε τη μελέτη σε ιδιώτη.
[λόγ. < αρχ. ἰδιώτης]
- ιδιώτης 2 ο : (ψυχιατρ.) άτομο που πάσχει από ιδιωτεία, που είναι διανοητικά ανάπηρο· (πρβ. ηλίθιος).
[λόγ. < γαλλ. idiot (στη σημερ. σημ.) < λατ. idiota < αρχ. ἰδιώτης `ανειδίκευτος, αμαθής΄]