Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιδιόμορφος
1 εγγραφή
ιδιόμορφος -η -ο [iδiómorfos] Ε5 : που έχει μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή μορφή, τέτοια που ξεφεύγει λίγο ή πολύ από την κανονική και συνηθισμένη· (πρβ. ιδιόρρυθμος, ιδιότυπος): Iδιόμορφο και παράξενο κτίριο. Iδιόμορφα χαρακτηριστικά. Iδιόμορφη χώρα / κατάσταση. || (φυσ.) ιδιόμορφα ορυκτά, που κατά το σχηματισμό τους δε δέχτηκαν την επίδραση άλλων στοιχείων.

[λόγ. < ελνστ. ἰδιόμορφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες