Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ιδιοποιούμαι
1 item total
ιδιοποιούμαι [iδiopiúme] Ρ10.9β : χρησιμοποιώ κτ. αυθαίρετα και σαν να ήταν δικό μου, ενώ ανήκει σε άλλον, για να ωφεληθώ· (πρβ. οικειοποιούμαι): Kατηγορείται ότι ως ταμίας της επιχείρησης ιδιοποιήθηκε χρήματα πελατών.

[λόγ. < ελνστ. ἰδιοποιοῦμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go