Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιδιοπαθής
1 εγγραφή
ιδιοπαθής -ής -ές [iδiopaθís] Ε10 : I. (γραμμ.) Iδιοπαθείς αντωνυμίες, οι αντωνυμίες που φανερώνουν πως το ίδιο πρόσωπο ενεργεί και το ίδιο παθαίνει: Οι ιδιοπαθείς αντωνυμίες δεν έχουν ονομαστική. Οι ιδιοπαθείς αντωνυμίες σχηματίζονται περιφραστικά από την αντωνυμία εαυτός με το άρθρο και με τη γενική του αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας. II. (ιατρ.) ~ νόσος, που η αιτιολογία της είναι άγνωστη, που δεν είναι οργανικής προέλευσης.

[λόγ. < ελνστ. *ἰδιοπαθής (πρβ. ελνστ. ἰδιοπάθεια)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες