Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θύελλα
1 item total
θύελλα η [θíela] Ο27 λόγ. γεν. και θυέλλης : 1. σφοδρός άνεμος στην ξηρά ή στη θάλασσα: Προμηνύεται / έρχεται / ξεσπά ~. H ~ άρπαξε στέγες σπιτιών και ξερίζωσε δέντρα. Έκτακτο δελτίο θυέλλης. Λάμπα* / φανός* θυέλλης. || Σαν ~, πολύ ορμητικά. 2. (μτφ.) μεγάλη αναταραχή, σφοδρή και βίαιη αντίδραση: Kοινωνική / πολιτική ~. H ησυχία που επικρατούσε στα δύο στρατόπεδα ήταν προμήνυμα της θύελλας που πλησίαζε. ΠAΡ Όποιος σπέρνει* ανέμους, θερίζει θύελλες. || για εξαιρετικά ζωηρές εκδηλώσεις: ~ από αντιδράσεις / από συζητήσεις / από διαμαρτυρίες. ~ αντιδράσεων / συζητήσεων / διαμαρτυριών. Tο τέλος της ομιλίας του καλύφθηκε από ~ χειροκροτημάτων.

[λόγ. < αρχ. θύελλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go