Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θυμοειδής
1 εγγραφή
θυμοειδής -ής -ές [θimoiδís] Ε10 : (λόγ.) ζωηρός, ορμητικός, δυνατός. || (ως ουσ.) το θυμοειδές, το θυμικό.

[λόγ. < αρχ. θυμοειδής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες