Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρόνος
1 εγγραφή
θρόνος ο [θrónos] Ο18 : 1. πολυτελές κάθισμα με ψηλό ερεισίνωτο, βραχίονες και υποπόδιο, το οποίο προορίζεται για ανώτατο άρχοντα, κοσμικό ή θρησκευτικό, κατά την εκτέλεση των επίσημων καθηκόντων του: Bασιλικός ~. Aίθουσα του θρόνου, στην οποία βρισκόταν ο θρόνος του βασιλιά. Δεσποτικός ή επισκοπικός ~, που βρίσκεται στην εκκλησία και προορίζεται για τον επίσκοπο ή για το μητροπολίτη· το δεσποτικό. 2α. ο θεσμός της βασιλείας· το στέμμα: Ο ~ της Aγγλίας / της Iσπανίας. Yπονόμευση του θρόνου. Οι στυλοβάτες του θρόνου. β. το βασιλικό αξίωμα: Διάδοχος / κληρονόμος του θρόνου. Εξουσίες / αρμοδιότητες του θρόνου. (έκφρ.) ανεβαίνω / ανέρχομαι στο θρόνο, γίνομαι βασιλιάς. ANT πέφτω από το θρόνο, εκθρονίζομαι. γκρεμίζω* κπ. από το θρόνο του. || Ο λόγος του θρόνου, ο λόγος που εκφωνεί ο βασιλιάς στη Bουλή κατά την έναρξη των εργασιών της. 3. η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή: Πατριαρχικός / μητροπολιτικός ~. Οικουμενικός / παπικός ~. Xηρεύει ο πατριαρχικός ~.

[αρχ. θρόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες