Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θρησκευτική
1 item total
θρησκευτικός -ή -ό [θriskeftikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη θρησκεία, που προέρχεται από τη θρησκεία ή είναι σύμφωνος με αυτή: Θρησκευτική αντίληψη / νοοτροπία. Θρησκευτικό συναίσθημα. Θρησκευτικοί κανόνες. Θρησκευτικές τελετές. Θρησκευτική ζωή. Θρησκευτικοί πόλεμοι. Θρησκευτικό δράμα. Θρησκευτική ποίηση. (έκφρ.) με θρησκευτική ευλάβεια*. || (λαϊκότρ.): Είναι πολύ ~ άνθρωπος, θρησκευόμενος. || (ως ουσ.) τα θρησκευτικά*.

[λόγ. < ελνστ. θρησκευτικός `που αναφέρεται στη λατρεία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go