Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θρηνώ [θrinó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. με κλάματα, κραυγές και οιμωγές εκφράζω βαθύτατο ψυχικό πόνο για μια συμφορά (προσωπική, οικογενειακή, γενικότερη). || Θα θρηνήσουμε θύματα, θα σκοτωθούν άνθρωποι. 2. με οποιοδήποτε άλλον τρόπο εκφράζω βαθύτατο ψυχικό πόνο: Οι πρόσφυγες θρηνούν για τις χαμένες πατρίδες τους.
[αρχ. θρηνῶ]
- θρηνώδης -ης -ες [θrinóδis] Ε11 : (λόγ.) που μοιάζει με θρήνο1: ~ κραυγή / φωνή.
[λόγ. < αρχ. θρηνώδης]
- θρηνωδία η [θrinoδía] Ο25 : θρηνητικό τραγούδι. || θρήνος.
[λόγ. < αρχ. θρηνῳδία]