Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θορυβώ
2 εγγραφές [1 - 2]
θορυβώ [θorivó] -ούμαι στη σημ. 2β Ρ10.9 : 1. προκαλώ θόρυβο· φωνάζω και χτυπώ, συνήθ. μέσα σε μια ομάδα ατόμων: Ο καθηγητής τον τιμώρησε, γιατί θορυβούσε την ώρα του μαθήματος. 2. (μτφ.) α. προκαλώ θόρυβο, με τη συμπεριφορά μου δημιουργώ εντυπώσεις που συνήθ. κρίνονται αρνητικά, γιατί γίνονται φανερά τα όχι ειλικρινή και τίμια κίνητρά μου: H διοίκηση του σωματείου / η κυβέρνηση / η αντιπολίτευση θορυβεί, αντί να ασχοληθεί δημιουργικά με το έργο της. β. προκαλώ σε κπ. μεγάλη ανησυχία ή σύγχυση: Οι δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις έχουν θορυβήσει τον κόσμο. Θορυβήθηκε μόλις άκουσε τις προειδοποιήσεις του γιατρού. Tι συμβαίνει και είσαι τόσο θορυβημένος;

[λόγ. < αρχ. θορυβῶ]

θορυβώδης -ης -ες [θorivóδis] Ε11 : ANT αθόρυβος. 1α. που προκαλεί θόρυβο: Θορυβώδες μηχάνημα. ~ συγκέντρωση / διαδήλωση. Θορυβώδεις εκδηλώσεις. β. στον οποίο επικρατεί θόρυβος: ~ δρόμος. Θορυβώδη νυχτερινά κέντρα. 2. (μτφ.) που προκαλεί θόρυβο2, πολλές συζητήσεις και αντιδράσεις θετικές ή αρνητικές: H ~ παρουσία / εμφάνιση της νεαρής ηθοποιού στο φεστιβάλ. θορυβωδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. θορυβώδης· λόγ. < ελνστ. θορυβωδῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες