Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θηλυκός
1 εγγραφή
θηλυκός -ή / -ιά -ό [θilikós] Ε1, Ε2 : ANT αρσενικός. 1α. (για πρόσ. ή ζώο) που ανήκει στο φύλο του οποίου ιδιαίτερο βιολογικό χαρακτηριστικό είναι ότι γονιμοποιείται από το αρσενικό και γεννά: Θηλυκό παιδί. Θηλυκά όντα. ~ ελέφαντας. Θηλυκιά τίγρη. Θηλυκό γατί / σκυλί / καναρίνι. ΦΡ θηλυκό μυαλό, γόνιμο, επινοητικό. ANT στείρο. ~ δαίμονας, για πολύ μοχθηρή και ραδιούργα γυναίκα. ούτε θηλυκιά γάτα, για να δηλώσουμε ότι σε ένα χώρο, σε ένα περιβάλλον απουσιάζει τελείως η γυναίκα: Σ΄ αυτή την ερημιά δε βρίσκεις ούτε θηλυκιά γάτα. Στα οικοτροφεία των αγοριών δεν άφηναν να μπει ούτε θηλυκιά γάτα. β. (βοτ.) που συντελεί στην καρποφορία: Ο ύπερος είναι το θηλυκό όργανο των φυτών. Θηλυκό άνθος, που έχει μόνο ύπερο και που μεταβάλλεται σε καρπό. 2. (ως ουσ.) το θηλυκό: α. πρόσωπο ή ζώο που ανήκει στο θηλυκό γένος: Tο αιώνιο ερωτικό παιχνίδι του αρσενικού με το θηλυκό. H φοράδα είναι το θηλυκό του αλόγου. β. (μειωτ.) β1. κορίτσι ή γυναίκα, για να δηλώσουμε περιφρόνηση ή απαρέσκεια: Nα μην ξαναμπεί στο σπίτι μου αυτό το θηλυκό. || (πληθ.) το σύνολο των γυναικών: Tα θηλυκά δεν έχουν μπέσα. β2. αισθησιακή γυναίκα που έχει έντονα τα χαρακτηριστικά του φύλου της: Είναι αυτή ένα θηλυκό! 3. (γραμμ.) θηλυκά ονόματα, που το γραμματικό τους γένος είναι θηλυκό, ανεξάρτητα αν αυτό αντιστοιχεί και στο φυσικό τους γένος και που διακρίνονται από το άρθρο που παίρνουν, π.χ. η γυναίκα, η καρέκλα: Θηλυκό ουσιαστικό / επίθετο. || (ως ουσ.) το θηλυκό: Tο θηλυκό του επιθέτου “γλυκός” είναι “γλυκιά”. Kλίση των θηλυκών. Θηλυκά σε -α / -η. 4. για αντικείμενο που διαθέτει κοιλότητα, εγκοπή ή άλλου είδους υποδοχή στην οποία προσαρμόζεται η σχετική προεξοχή ενός άλλου αντικειμένου, του αρσενικού: ~ μεντεσές. Θηλυκιά σούστα / κόπιτσα. || (ως ουσ.) το θηλυκό: Tο θηλυκό της κόπιτσας.

[1: αρχ. θηλυκός· 2: ελνστ. σημ.· 3: λόγ. < ελνστ. θηλυκός· 4: ίσως μσν. σημ. (σύγκρ. θηλύκι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες