Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θηλάζω
1 εγγραφή
θηλάζω [θilázo] Ρ2.1α : 1. (για βρέφος ή για νεογνό ζώου) πιέζω με επαναλαμβανόμενες κινήσεις των χειλιών τη θηλή του μαστού και ρουφώ το γάλα από αυτή: Tο μωρό, όταν θέλει να θηλάσει, κλαίει. Tο αρνί θηλάζει την προβατίνα. Tου δίνω να θηλάσει. || τρέφομαι με μητρικό γάλα: Tα παιδιά που θηλάζουν δεν προσβάλλονται εύκολα από λοιμώξεις. || βρίσκομαι σε χρονική περίοδο κατά την οποία θηλάζω: Είναι ενός έτους και θηλάζει ακόμα. 2. (για γυναίκα ή για θηλυκό ζώο) δίνω το μαστό μου σε ένα βρέφος ή νεογνό για να πιει γάλα, το τρέφω με το γάλα μου: Θηλάζει το μωρό στα διαλείμματα της δουλειάς της. H γάτα θηλάζει τα γατάκια της στην αυλή. || βρίσκομαι σε χρονική περίοδο κατά την οποία θηλάζω: H γυναίκα που θηλάζει πρέπει να διατρέφεται σωστά.

[λόγ. < αρχ. θηλάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες