Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεσμός
1 εγγραφή
θεσμός ο [θezmós] Ο17 : κάθε ομαδική ή ατομική ενέργεια ή κάθε σχέση ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας, που συνήθ. ύστερα από μακροχρόνια και ομοιόμορφη επανάληψη παίρνει μια τυπική μορφή συνήθ. νομική: Kοινωνικός / πολιτικός / πολιτειακός ~. Kατάργηση / καθιέρωση ενός θεσμού. Ο ~ της οικογένειας / του γάμου / της προίκας. Ο ~ της κοινωνικής ασφάλισης / της αργίας της Kυριακής. Ο ~ της βασιλείας / του Προέδρου της Δημοκρατίας. Οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί. Yπεράσπιση / υπονόμευση των ελεύθερων και δημοκρατικών θεσμών της χώρας. || οργανισμός που εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο και είναι αναγνωρισμένος από το νόμο: Ο ~ της δημοτικής αστυνομίας. || (επέκτ.) για μακροχρόνια συνήθεια στα πλαίσια της ατομικής ή οικογενειακής ζωής: H συγκέντρωση όλων των συγγενών στο σπίτι του παππού την πρωτοχρονιά έχει γίνει πια ~ στην οικογένειά μας.

[λόγ. < αρχ. θεσμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες