Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεράπων
1 εγγραφή
θεράπων [θerápon] Ε12 : (λόγ.) ~ ιατρός, που παρακολουθεί έναν ασθενή κατά τη διάρκεια της αρρώστιας του, που τον κουράρει· θεράποντας.

[λόγ. < αρχ. θεράπων (δες στο επίθ. θεράποντας)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες