Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θεμελιωτής
1 item total
θεμελιωτής ο [θemeliotís] Ο7 : αυτός που δημιουργεί, που συγκροτεί τη βάση, την αρχή: ~ ενός κράτους / μιας θρησκείας. Ο Aριστοτέλης θεωρείται ~ πολλών επιστημών.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. θεμελιωτής < θεμελιω- (δες θεμελιώνω) -τής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go