Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεληματικός
1 εγγραφή
θεληματικός -ή -ό [θelimatikós] Ε1 : 1. που έχει ή που φανερώνει ισχυρή θέληση: Θεληματικό πιγούνι. 2. για κτ. που γίνεται με τη θέληση εκείνου που το κάνει· εκούσιος, ηθελημένος. ANT ακούσιος, αθέλητος: Θεληματικές κινήσεις. ANT ενστικτώδεις, μηχανικές. θεληματικά ΕΠIΡΡ.

[μσν. θεληματικός < θεληματ- (θελημα) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες