Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεατρικός
1 εγγραφή
θεατρικός -ή -ό [θeatrikós] Ε1 : 1. που σχετίζεται με το θέατρο: Θεατρική παράσταση / παραγωγή / στέγη. Θεατρικό έργο, που προορίζεται να παρουσιαστεί στο κοινό. ~ συγγραφέας, που γράφει θεατρικά έργα. Θεατρικό κοινό, ο κόσμος που συνήθ. πηγαίνει στο θέατρο. ~ επιχειρηματίας, αυτός που έχει την οικονομική εκμετάλλευση ενός θεάτρου· θεατρώνης. Όμιλος θεατρικών επιχειρήσεων. 2. (μτφ.) που γίνεται για επίδει ξη, για εντυπωσιασμό· πομπώδης, ψεύτικος: Θεατρική χειρονομία / συμπεριφορά / κίνηση. θεατρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. θεατρικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες