Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θαρρώ
1 εγγραφή
θαρρώ [θaró] Ρ10.9α λαϊκότρ. αόρ. και θάρρεψα, απαρέμφ. και θαρρέψει : (οικ.) έχω τη γνώμη, την πεποίθηση· νομίζω, πιστεύω: ~ πως κάνεις λάθος / ότι έχεις δίκιο. Θάρρεψες πως θα γλίτωνες; Σε θαρρούσα πιο έξυπνο. Όταν κοιτάζω αυτό το παιδί, ~ πως βλέπω τον πατέρα του. Mη θαρρείς πως τα ξέρεις όλα.

[μσν. θαρρώ (στη σημερ. σημ.) < αρχ. θαρρῶ `έχω θάρρος, έχω εμπιστοσύνη σε κτ., πιστεύω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες