Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θήρα
3 εγγραφές [1 - 3]
θήρα η [θíra] Ο25 : (λόγ.) κυνήγι.

[λόγ. < αρχ. θήρα]

θηραϊκός -ή -ό [θiraikós] Ε1 : που έχει σχέση με το νησί Θήρα, που ανήκει σ΄ αυτή ή που προέρχεται από αυτή: ~ πολιτισμός. Θηραϊκά νομίσματα. Θηραϊκή γη, είδος χώματος που προέρχεται από ηφαιστειακά κατάλοιπα και που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τσιμέντων ή ως μονωτικό υλικό.

[λόγ. < ελνστ. θηραϊκός & σημδ. αγγλ. Santorin earth]

θήραμα το [θírama] Ο49 : 1. κάθε ζώο ή πτηνό, κυρίως άγριο, που οι κυνηγοί επιδιώκουν να το σκοτώσουν ή να το συλλάβουν: Tόπος πλούσιος σε θηράματα, κυνήγι. Προστασία των θηραμάτων από τη λαθροθηρία. || (λόγ.) ζώο ή πτηνό που το σκότωσε κυνηγός· κυνήγι. 2. λεία άγριου ζώου. 3. (βιολ.) είδος που τρώγεται από ένα άλλο.

[λόγ. < αρχ. θήραμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες