Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θέλημα το [θélima] Ο49 : 1. αυτό που θέλει κάποιος· επιθυμία, θέληση2: Tης κάνει όλα τα θελήματα και την κακομαθαίνει. (έκφρ.) ήταν ~ Θεού. ας γίνει το ~ του Θεού. γενηθήτω* το θέλημά σου. 2. μικρή, ασήμαντη δουλειά, εξυπηρέτηση: Tον πήραν στη δουλειά για θελήματα. Παιδί για θελήματα.
[αρχ. θέλημα]
- θεληματικός -ή -ό [θelimatikós] Ε1 : 1. που έχει ή που φανερώνει ισχυρή θέληση: Θεληματικό πιγούνι. 2. για κτ. που γίνεται με τη θέληση εκείνου που το κάνει· εκούσιος, ηθελημένος. ANT ακούσιος, αθέλητος: Θεληματικές κινήσεις. ANT ενστικτώδεις, μηχανικές.
θεληματικά ΕΠIΡΡ. [μσν. θεληματικός < θεληματ- (θελημα) -ικός]