Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θάλαμος
1 εγγραφή
θάλαμος ο [θálamos] Ο19 : 1. μεγάλη αίθουσα (συνήθ. κτιρίου) που προορίζεται για τη διαμονή πολλών ανθρώπων: ~ νοσοκομείου / οικοτροφείου / στρατώνα. ~ καρκινοπαθών. || οι άνθρωποι που μένουν σ΄ ένα θάλαμο: Ο λοχαγός τιμώρησε το θάλαμο με στέρηση εξόδου. 2. (αρχαιολ.) τμήμα ευρύτερου κτίσματος: ~ αρχαίας οικίας. Ο ~ των μυκηναϊκών τάφων. 3. (ανατ.) τμήμα του εγκεφάλου: Οπτικός* ~. 4. περίκλειστος χώρος για ειδική χρήση: Tηλεφωνικός ~, που είναι εφοδιασμένος με τηλεφωνική συσκευή για κοινή χρήση. ~ αερίων, για εκτέλεση κρατουμένων με δηλητηριώδη αέρια. Ψυκτικός ~, για συντήρηση, ιδίως τροφίμων, σε χαμηλή θερμοκρασία. ~ καύσεως / αναμείξεως, τμήμα διάφορων μηχανών, στο εσωτερικό του οποίου συντελείται η καύση ή η ανάμειξη του καυσίμου. Σκοτεινός ~: α. χώρος για την εμφάνιση φωτογραφιών. β. τμήμα φωτογραφικής μηχανής.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. θάλαμος· 3: νλατ. thalamus (στη νέα σημ.) < λατ. thalamus < αρχ. θάλαμος· 4: & σημδ. γαλλ. chambre]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες