Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ησυχαστήριο
1 εγγραφή
ησυχαστήριο το [isixastírio] Ο41 : σκήτη μοναχού. || χώρος στον οποίο κάποιος απομονώνεται με τη θέλησή του, για να ησυχάσει, να εργαστεί κτλ.

[λόγ. < μσν. ησυχαστήριον < ησυχασ(τής) -τήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες