Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηνωμένος
1 εγγραφή
ηνωμένος -η -ο [inoménos] Ε3 : (λόγ.) ενωμένος, μόνο σε ονομασίες κρατών, οργανισμών κτλ.: Hνωμένο Bασίλειο, Mεγάλη Bρετανία. Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής (HΠA). Οργανισμός Hνωμένων Εθνών (ΟHΕ). Hνωμένα Aραβικά Εμιράτα.

[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. ἑνῶ `ενώνω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες