Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηγἠτορας
1 εγγραφή
ηγήτορας ο [ijítoras] Ο5 : (λόγ.) ηγέτης.

[λόγ. < αρχ. ἡγήτωρ, αιτ. -ορα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες