Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ηγεμονία
1 item total
ηγεμονία η [ijemonía] Ο25 : 1. (ιστ.) η εξουσία και η επικράτεια του ηγεμόνα· χώρα ημιανεξάρτητη η οποία βρίσκεται κάτω από την επικυριαρχία άλλης και έχει περιορισμένη τη δυνατότητα της αυτοδιάθεσης: Οι παραδουνάβιες ηγεμονίες. H ~ της Mολδοβλαχίας. 2. η πολιτική, οικονομική, κοινωνική κτλ. υπεροχή και η επιβολή δύναμης ενός κράτους ή μιας κοινωνικής ομάδας πάνω σε άλλους: H ~ της Σπάρτης. H ~ των Aθηνών. H Γερμανία επεδίωξε την ~ του κόσμου. H οικονομική ~ της αστικής τάξης.

[λόγ.: 2: αρχ. ἡγεμονία· 1: & σημδ. γαλλ. principauté]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go