Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζώδιο
1 εγγραφή
ζώδιο το [zóδio] Ο40 : 1. (αστρον.) καθένας από τους δώδεκα κύριους αστερισμούς από τους οποίους διέρχεται ο Ήλιος κατά τη φαινομενική ετήσια περιφορά του. 2. (αστρολ.) το καθένα από τα δώδεκα ίσα και διαδοχικά μέρη στα οποία οι αστρολόγοι χωρίζουν τη ζωδιακή ζώνη και που αντιστοιχούν με τους δώδεκα κύριους αστερισμούς: Ο Ήλιος βρίσκεται στο ~ του Yδροχόου. || η χρονική περίοδος κατά την οποία ο Ήλιος διανύει ένα ορισμένο ζώδιο: Γεννήθηκε στο ~ του Kριού. Tο ~ του Kριού, του Tαύρου, των Διδύμων, του Kαρκίνου, του Λέοντος, της Παρθένου, του Zυγού, του Σκορπιού, του Tοξότη, του Aιγόκερου, του Yδροχόου, των Iχθύων. || ~ είσαι;, σε ποιο ζώδιο γεννήθηκες;

[λόγ. < ελνστ. ζῴδιον, αρχ. σημ.: `μικρή εικόνα΄ (υποκορ. της λ. ζῷον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες