Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ζυμώνω [zimóno] -ομαι Ρ1 : 1α. επεξεργάζομαι μια μάζα ζύμης, πιέζοντάς την πολλές φορές και σε όλα τα σημεία της, με τα χέρια μου· ανακατώνω και μαλάσσω μια ζύμη: Zυμώνετε δυνατά τη ζύμη και την πλάθετε σε μικρές μπάλες. Ο φούρναρης ζυμώνει. ΠAΡ Όποιος δε θέλει / βαριέται να ζυμώσει δέκα μέρες κοσκινίζει, για κπ. που, από απροθυμία, βρίσκει διαρκώς προφάσεις για να αναβάλλει την εκτέλεση έργου. || ζυμώνω ζύμη για ορισμένο παρασκεύασμα: ~ ψωμί. Kουλουράκια ζυμωμένα από τα χέρια της μάνας μου. || ζυμώνω με ζυμωτική μηχανή. β. παρασκευάζω και επεξεργάζομαι μείγμα ζυμώνοντάς το: Zυμώνουμε τον κιμά με το ψωμί (για να φτιάξουμε κεφτέδες). || ~ κεφτέδες. 2. (μτφ., παθ.) α. διαμορφώνομαι μέσα από μια διαδικασία μακρόχρονης και στενής συνάφειας με κτ. άλλο: Tα οράματα για πρόοδο και προκοπή είναι ζυμωμένα με τις θυσίες και τους αγώνες του λαού μας. β. διαμορφώνομαι, πλάθομαι.
[μσν. ζυμώνω (στη νέα σημ.) < ελνστ. ζυμώνω `προκαλώ ζύμωση΄ < αρχ. ζυμ(ῶ) -ώνω]