Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζουρνάς
1 εγγραφή
ζουρνάς ο [zurnás] Ο1 : είδος πνευστού λαϊκού οργάνου με διπλό γλωσσίδι και με οξύ διαπεραστικό ήχο· πίπιζα, καραμούζα: Tίποτε άλλο δεν εκφράζει καλύτερα το ύφος και το «ήθος» του δημοτικού μέλους από την άγρια γοητεία και τη γλυκύτητα του ήχου του ζουρνά. Ο ~ παίζεται πάντοτε μαζί με το νταούλι. ΦΡ η τελευταία* τρύπα του ζουρνά.

[τουρκ. zurna (από τα περσ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες