Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζογκλέρ
1 εγγραφή
ζογκλέρ ο [zoŋglér] Ο (άκλ.) : καλλιτέχνης του θεάματος ποικιλιών (τσίρκου κτλ.) που εκτελεί ποικίλες ασκήσεις επιδεξιότητας παίζοντας με μπάλες και διάφορα άλλα αντικείμενα.

[λόγ. < γαλλ. jongleur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες