Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ζηλοφθονώ
1 item total
ζηλοφθονώ [zilofθonó] Ρ10.9α : ζηλεύω και φθονώ κπ. ή για κτ.: Zηλοφθονούσαν οι δειλοί τους αντρειωμένους.

[λόγ. ζηλόφθον(ος) -ώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go