Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύσημο
1 εγγραφή
εύσημο το [éfsimo] Ο40 : διάκριση που δινόταν στους επιμελείς και πειθαρχικούς μαθητές και με επέκταση, κάθε μορφή τιμητικής διάκρισης και αναγνώρισης της προσφοράς κάποιου: H πολιτεία τού έδωσε εύσημα για το κοινωνικό έργο του. Διαθέτει εύσημα για τους δημοκρατικούς αγώνες του. || (ειρ.): Γιατί σκοτώνεσαι στη δουλειά; Για να πάρεις το ~; Πήρε το ~ της βλακείας.

[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. εὔσημα τά `τιμητικά παράσημα΄ σημδ. (ελνστ.) λατ. insignia (αρχ. εὔσημος `που διακρίνεται εύκολα από σημάδια΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες