Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφιαλτικός
1 εγγραφή
εφιαλτικός -ή -ό [efialtikós] Ε1 : που προξενεί τον τρόμο και την αγωνία του εφιάλτη: Ένα εφιαλτικό όνειρο. ~ ύπνος, με εφιάλτες. Οι πρόσφυγες ζουν εφιαλτικές μέρες / στιγμές. Πέρασα μια εφιαλτική νύχτα από τους τρομερούς πόνους. H μόλυνση του περιβάλλοντος έχει πάρει εφιαλτικές διαστάσεις. Tα μυθιστορήματα του Kάφκα έχουν κάτι το εφιαλτικό. εφιαλτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐφιαλτικός `που υποφέρει από εφιάλτες΄ σημδ. γαλλ. hallucinatoire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες