Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευφυία
1 εγγραφή
ευφυΐα η [efiía] Ο25α : 1.(χωρίς πληθ.) η ικανότητα ενός ατόμου να αντιλαμβάνεται με ταχύτητα, να κρίνει σωστά και να ενεργεί αποτελεσματικά· εξυπνάδα: Ο Έλληνας διακρίνεται για την ~ του. (έκφρ.) έχω την ~ να…, αντιδρώ, συμπεριφέρομαι σωστά σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση: Είχε την ~ να λάβει εγκαίρως τα μέτρα του. || νοημοσύνη: Δείκτης / τεστ ευφυΐας. Άτομο μέτριας / ανώτερης ευφυΐας. Πηλίκο* ευφυΐας. 2α. για άνθρωπο πολύ ευφυή: Aυτό το παιδί είναι ~. β. (ειρ.) ανόητα ή άστοχα λόγια ή συμπεριφορά· εξυπνάδα2: ~ ήταν πάλι αυτή που είπες! Άσε τις ευφυΐες.

[λόγ. < αρχ. εὐφυΐα `ευχέρεια στη μάθηση΄ & σημδ. γαλλ. intelligence]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες