Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευφυής
1 εγγραφή
ευφυής -ής -ές [efiís] Ε10 : ΣYN έξυπνος. 1α. για πρόσωπο που έχει μεγάλες νοητικές ικανότητες, που έχει ευφυΐα: Είναι πολύ ~. Είναι ένα ευφυέστατο παιδί. Δεν είναι ιδιαίτερα ~, ειρωνικά, για κπ. που είναι πολύ κουτός. Εσύ, ένας ~ άνθρωπος, πώς έπεσες θύμα αυτού του απατεώνα; β. για κτ. που ανήκει ή που ταιριάζει σε έναν ευφυή άνθρωπο ή που προέρχεται από αυτόν. ANT βλακώδηςα: Έχει ένα ευφυές βλέμμα / πρόσωπο. Mια ~ ιδέα / σύλληψη. Ένα ευφυές σχέδιο. 2. για ζώο που έχει σχετικά αναπτυγμένη αντίληψη, μνήμη και ικανότητα επικοινωνίας με τον άνθρωπο. (λόγ.) ευφυώς ΕΠIΡΡ: ~ έπραξε, όταν αρνήθηκε τη συμμετοχή.

[λόγ. < αρχ. εὐφυής, εὐφυῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες