Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευσπλαχνίζομαι
1 εγγραφή
ευσπλαχνίζομαι [efsplaxnízome] & ευσπλαγχνίζομαι [efsplaŋxnízome] Ρ2.1β : αισθάνομαι λύπη για τη δυστυχία κάποιου και δείχνω διάθεση να τον βοηθήσω, τον συμπονώ, κυρίως σε λόγο συναισθηματικά φορτισμένο· σπλαχνίζομαι: Aς μας ευσπλαχνιστεί ο Θεός στη δυστυχία μας. Ευσπλαχνίσου με, παιδί μου!

[λόγ. < ελνστ. εὐσπλαχνίζομαι και απλοπ. του συμφ. συμπλ. κατά το σπλαχνίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες