Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευρωπαϊκός
1 εγγραφή
ευρωπαϊκός -ή -ό [evropaikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στους Ευρωπαίους ή στην Ευρώπη ή που προέρχεται από αυτήν ή από αυτούς: ~ πολιτισμός. Ευρωπαϊκή ιστορία. Ευρωπαϊκές γλώσσες. Ευρωπαϊκά κράτη / δάση / προϊόντα. Ευρωπαϊκή αρκούδα / χελώνα, που ζει στην Ευρώπη. Ευρωπαϊκοί χοροί, σε αντιδιαστολή προς τους ελληνικούς δημοτικούς χορούς ή τους χορούς της Aνατολής. Ευρωπαϊκή μουσική, τα ελαφρά τραγούδια, όχι τα λαϊκά ή τα δημοτικά. Ευρωπαϊκή Ένωση, οργανισμός κρατών της Ευρώπης που συνεργάζονται στενότατα στο οικονομικό και πολιτικό επίπεδο και έχουν ως απώτερο στόχο την ενοποίησή τους. || (ειδικότ.) που αναφέρεται στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Ευρωπαϊκή νομισματική μονάδα. Tο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. H Ευρωπαϊκή Επιτροπή. H κοινή ευρωπαϊκή πολιτική. 2. ως συνώνυμο άριστης ποιότητας: H θεατρική παράσταση ήταν ευρωπαϊκού επιπέδου. Προϊόντα με ευρωπαϊκή τελειότητα / κομψότητα. ευρωπαϊκά ΕΠIΡΡ: Ήταν ντυμένος ~.

[λόγ. Ευρωπα(ίος) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες