Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευκτήριο
1 εγγραφή
ευκτήριος -α -ο [efktírios] Ε6 : μόνο στην έκφραση ~ οίκος, ιδιωτική οικία με παρεκκλήσιο, κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. || (επέκτ.) χώρος διαμορφωμένος σε ναό.

[λόγ. < μσν. ευκτήριος < αρχ. εὐκ- (συνοπτ. θ. του ρ. εὔχομαι, πρβ. αρχ. μέλλ. εὔξομαι) -τήριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες