Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευθιξία
1 εγγραφή
ευθιξία η [efθiksía] Ο25 : η ιδιότητα και η αντίστοιχη συμπεριφορά του εύθικτου ανθρώπου: Yπερβολική ~. || ευαισθησία: Kοινωνική / πολιτική ~. Ύπαρξη / έλλειψη ευθιξίας απέναντι στην κοινή γνώμη. Παραιτήθηκε για λόγους ευθιξίας.

[λόγ. < ελνστ. εὐθιξία `ικανότητα να αγγίζεις το στόχο΄ κατά τη σημ. της λ. εύθικτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες