Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευαγγελίζομαι [evangelízome] Ρ2.1β : (λόγ.) αναγγέλλω ή υπόσχομαι (κτ. πολύ ευχάριστο): Σαν προφήτης που ευαγγελίζεται τον ερχομό του Mεσσία.
[λόγ. < αρχ. εὐαγγελίζομαι]



