Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ετήσιος
1 εγγραφή
ετήσιος -α -ο [etísios] Ε6 : που έχει σχέση με ένα έτος. α. που γίνεται μία φορά κάθε χρόνο: Ετήσιο μνημόσυνο. Ετήσια γενική συνέλευση. Οι ετήσιες κρίσεις των αξιωματικών. β. που διαρκεί επί ένα έτος: H θητεία του διοικητικού συμβουλίου είναι ετήσια. γ. που αντιστοιχεί σε ένα έτος: ~ μισθός / προϋπολογισμός. Ετήσιες αποδοχές / δαπάνες. Ο ~ ρυθμός αύξησης του πληθυσμού. Tο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης. H μέση ετήσια θερμοκρασία. ετησίως ΕΠIΡΡ: Tο εισόδημά του ~ ανέρχεται στα δέκα εκατομμύρια.

[λόγ. < αρχ. ἐτήσιος· λόγ. < ελνστ. ἐτησίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες