Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ερπετό το [erpetó] Ο38 : 1.(ζωολ.) ομοταξία ζώων που είναι ψυχρόαιμα, έχουν δέρμα από κερατίνη, αναπνέουν ατμοσφαιρικό αέρα και μετακινούνται έρποντας: Aπό τα ερπετά που υπάρχουν σήμερα πιο γνωστά είναι τα φίδια, οι σαύρες, οι κροκόδειλοι και οι χελώνες. Aπολιθωμένα ερπετά. || (ειδικότ.) ονομασία των φιδιών: Δηλητηριώδη ερπετά. 2. (μειωτ., υβρ.) για άνθρωπο ύπουλο ή κόλακα.
[λόγ. < αρχ. ἑρπετόν]
- ερπετολογία η [erpetolojía] Ο25 : (ζωολ.) κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με τα ερπετά.
[λόγ. < γαλλ. (h)erpétologie < αρχ. ἑρπετό(ν) + -logie = -λογία]



