Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επταμελής
1 εγγραφή
επταμελής -ής -ές [eptamelís] & εφταμελής -ής -ές [eftamelís] Ε10 : που αποτελείται από εφτά μέλη: Mία ~ επιτροπή. Επταμελές δικαστήριο / διοικητικό συμβούλιο.

[λόγ. < ελνστ. ἑπταμελής· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες