Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επτάμηνος
1 εγγραφή
επτάμηνος -η -ο [eptáminos] & εφτάμηνος -η -ο [eftáminos] Ε5 : που διαρκεί εφτά συνεχείς μήνες. || (ως ουσ.) το επτάμηνο & το εφτάμηνο, χρονικό διάστημα εφτά μηνών.

[λόγ. < ελνστ. ἑπτάμηνος, αρχ. σημ.: `εφτά μηνών΄· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες