Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εποχιακός -ή -ό [epoxiakós] & εποχικός -ή -ό [epoxikós] Ε1 : που γίνεται ή συμβαίνει σε ορισμένη εποχή ή σε ορισμένη περίοδο του έτους: Εποχιακές αλλαγές του καιρού. Εποχιακή έξαρση μιας νόσου. Εποχιακή ζήτηση ενός αγαθού / απασχόληση. Εποχιακές εργασίες / διακυμάνσεις. Εποχιακά φρούτα / λαχανικά. ~ εργάτης, που δεν απασχολείται όλο το χρόνο και ως ουσ. ο εποχιακός: Tον πήραν για εποχιακό, όμως τελικά έγινε μόνιμος.
εποχιακά & εποχικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εποχ(ή) -ιακός, -ικός]