Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτακτικός
1 εγγραφή
επιτακτικός -ή -ό [epitaktikós] Ε1 : 1.(για ενέργεια ή συμπεριφορά) που είναι απόλυτα υποχρεωτικός ή αναγκαίος: Επιτακτικό καθήκον. Είναι επιτακτική ανάγκη / υποχρέωση να γίνει κτ., πρέπει οπωσδήποτε να γίνει. 2. που ενέχει προσταγή, διαταγή, που φαίνεται ότι επιτάσσει, διατάζει: Είναι ~ ο τόνος της φωνής κάποιου. επιτακτικά ΕΠIΡΡ: Προβάλλει ~ η ανάγκη να γίνουν διαπραγματεύσεις. Mιλάει πολύ ~.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτακτικός `που διατάζει΄ σημδ. γαλλ. impératif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες