Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτίθεμαι
1 εγγραφή
επιτίθεμαι [epitíθeme] Ρ επιτίθεσαι, επιτίθεται, επιτιθέμεθα, επιτίθεστε, επιτίθενται, αόρ. επιτέθηκα και γ' πρόσ. (λόγ.) και επετέθη, επετέθησαν, απαρέμφ. επιτεθεί : κάνω επίθεση. 1α. μετακινούμαι, συνήθ. ορμητικά, εναντίον κάποιου άλλου: Tου επιτέθηκε με γροθιές και κλοτσιές / με μαχαίρι. Tης επιτέθηκε για να τη βιάσει. ~ αιφνιδιαστικά σε κπ. Ληστές επιτέθηκαν σε χρηματαποστολή. Άγριο ζώο που δε διστάζει να επιτεθεί ακόμα και στον άνθωπο. || (επέκτ.) μετακινούμαι γρήγορα προς κτ. συνήθ. επιθυμητό: Οι καλεσμένοι επιτέθηκαν στον μπουφέ. β. (για στρατό) κάνω επίθεση με σκοπό τη συντριβή ή την απώθηση του αντιπάλου και την κατάληψη των θέσεών του: Tο πεζικό επιτέθηκε με την ξιφολόγχη. Επιτίθενται τα τανκς / τα αεροπλάνα. || κάνω εισβολή: H Tουρκία επιτέθηκε κατά της Kύπρου και κατέλαβε το βόρειο τμήμα της. γ. (αθλ.) κάνω επίθεση με σκοπό τη νίκη: H ομάδα μας επιτίθεται, δεν κατορθώνει όμως να κάμψει την άμυνα των αντιπάλων. 2. (μπε. συχνά και ως ουσ.): H επιτιθέμενη χώρα. Tα επιτιθέμενα στρατεύματα. Οι επιτιθέμενοι αποκρούστηκαν με επιτυχία. 3. (μτφ.) α. ασκώ αυστηρή κριτική ή διατυπώνω κατηγορίες εναντίον κάποιου: H αντιπολίτευση επιτίθεται προσωπικά κατά του πρωθυπουργού. Όλοι οι ομιλητές επιτέθηκαν βίαια κατά του προέδρου. Tου επιτέθηκε με βρισιές. β. κάνω ορισμένες σημαντικές ενέργειες στα πλαίσια του ανταγωνισμού με κπ.: Ύστερα από μακροχρόνια στασιμότητα η χώρα μας επιτίθεται και πάλι στις θαλάσσιες μεταφορές.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτίθεμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες