Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επισύρω
1 item total
επισύρω [episíro] -ομαι Ρ αόρ. επέσυρα, απαρέμφ. επισύρει, παθ. αόρ. επισύρθηκα, απαρέμφ. επισυρθεί : α.προκαλώ συνήθ. κτ. κακό και το κάνω να στραφεί εναντίον μου: Mε την προκλητική του συμπεριφορά επέσυρε τις επικρίσεις όλων / τη γενική αγανάκτηση. β. έχω ως συνέπεια: Tο αδίκημα της εσχάτης προδοσίας μπορεί να επισύρει ακόμα και την ποινή του θανάτου.

[λόγ. < αρχ. ἐπισύρω `σέρνω πίσω μου΄ σημδ. γαλλ. attirer]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go